ὀσπριώδη

ὀσπριώδη
ὀσπριώδης
like pulse
neut nom/voc/acc pl (attic epic doric)
ὀσπριώδης
like pulse
masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic)
ὀσπριώδης
like pulse
masc/fem acc sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • χίδρα — (I) και δ. γρφ. χέδρα, ἡ, Α (κατά τον Ησύχ.) «χίδρα στάχυες νεογενεῑς ἤ τὰ ἐξ ὀσπρίων ἄλευρα ἤ σῑτος νέος φρυττόμενος ἤ τὰ ὀσπριώδη σπέρματα». [ΕΤΥΜΟΛ. Εσφ. γρφ. αντί τού πληθ. χῖδρα τής λ. χῖδρον*]. (II) τὰ, Α βλ. χῑδρον …   Dictionary of Greek

  • Ουρουγουάη — Κράτος της νοτίου Αμερικής. Συνορεύει Β και Α με τη Βραζιλία, Δ με την Αργεντινή. Βρέχεται Ν από τον Ατλαντικό ωκεανό.Η επίσημη ονομασία του κράτους, Ανατολική Δημοκρατία της Ο., οφείλεται στο γεγονός ότι κατά την εποχή της αποικιοκρατίας, η… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”